Η Εβραική Κοινότητα της Κέρκυρας
Η Συνθήκη του Λονδίνου (29 Μαρτίου 1864) κατοχύρωσε τα Επτάνησα ως ελληνική επαρχία. Ο Ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων κήρυξε επίσημα την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα στις 21 Μαΐου 1864. Η θέση της κοινότητας άρχισε να βελτιώνεται σημαντικά. Οι Εβραίοι του νησιού απέκτησαν, ως Έλληνες πολίτες πλέον, πλήρη πολιτικά και αστικά δικαιώματα. Μπορούσαν πια να συμμετέχουν στα κοινά, να εκλέγονται και να αναμειγνύονται ενεργά στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι νέες αυτές συνθήκες επέτρεψαν και μία άνθηση της κοινότητας, πολιτιστική και οικονομική. Οι περισσότερες οικογένειες ήταν πλέον πολύ εύπορες και η κοινότητα διέθετε πλήθος σχολών καθώς και γηροκομείο. Το 1925 ιδρύθηκε Ιερατική Σχολή ενώ μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσε και Σχολή Ταλμούδ Τορά. Ο Ραβίνος Αβραάμ Σράιμπερ και ο δάσκαλος Μωυσής Χαΐμης ίδρυσαν και νυχτερινή σχολή για άπορους μαθητές. Παρ’ όλο το καλό αυτό κλίμα, η παραδοσιακή διχόνοια μεταξύ των Γραικών και των Πουλιέζων αν και αμβλύνθηκε, εξακολουθούσε να υποβόσκει, παρά τις ιδιαίτερες προσπάθειες τόσο του Ραβίνου Σράιμπερ, όσο και του διαδόχου του, Ραβίνου Ιακώβ Νεχαμά. Ακόμα και τα φιλανθρωπικά των δύο κοινοτήτων ιδρύματα ήταν χωριστά.
Πόλεμος-Κατοχή-Το Ολοκαύτωμα
Τα Επτάνησα βρισκόταν αρχικά υπό Ιταλική Κατοχή. Με την παράδοση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943 οι Γερμανοί, αφού βομβάρδισαν την πόλη της Κέρκυρας στις 13 του μηνός, καταστρέφοντας πολλά ιστορικά κτίρια, μεταξύ των οποίων δύο από τις Συναγωγές, την Πουλιέζα και τη Νουόβα, κατέλαβαν το νησί στις 27. Παρ’ όλο που κάποιες ειδήσεις για τον εκτοπισμό των ομοθρήσκων είχαν φτάσει από τη Θεσσαλονίκη, η διχόνοια που εξακολουθούσε να υπάρχει μεταξύ των Γραικών και των Πουλιέζων εμπόδισε μία οργανωμένη στάση και αντίδραση της Κοινότητας και δεν της επέτρεψαν να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης ώστε να έρθει σε επαφή με τις εκτός Κέρκυρας κοινότητες για να αναζητήσει τρόπο σωτηρίας.
Η διαδικασία εκτοπισμού των Εβραίων κατοίκων του νησιού καθυστέρησε για καθαρά πρακτικούς λόγους επιμελητείας και δεν άρχισε παρά στις 9 Ιουνίου 1944, όταν όλες οι εβραϊκές οικογένειες συγκεντρώθηκαν βίαια στην Πλατεία Στρατού. Κατόπιν κλείστηκαν στο Παλαιό Φρούριο, όπου αναγκάστηκαν να παραδώσουν ό,τι τιμαλφή είχαν επάνω τους καθώς και τα κλειδιά των σπιτιών τους, τα οποία την ίδια μέρα κιόλας λεηλατήθηκαν. Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε ήταν ότι με τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις οι τοπικές αρχές χαιρέτισαν το γεγονός του εκτοπισμού. Περίπου διακόσια άτομα, οι περισσότερες γυναίκες, κατάφεραν να αποφύγουν το μπλόκο και να διαφύγουν σε χωριά στο εσωτερικό του νησιού.
Στις 11 Ιουνίου τριακόσιες Εβραίες γυναίκες στάλθηκαν αρχικά με μία ρυμουλκούμενη φορτηγίδα στην Ηγουμενίτσα και από εκεί με φορτηγά στην Αθήνα. Στις 14 Ιουνίου όλοι οι άντρες Εβραίοι του νησιού μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες στάλθηκαν, πάλι με μαούνες, στην Πάτρα, μετά από μία στάση στη Λευκάδα. Από εκεί ένα πλοίο τους έφερε στον Πειραιά, από όπου μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Μετά από παραμονή μερικών ημερών εκεί, στις 20 Ιουνίου τους στοίβαξαν σε εμπορικά βαγόνια, χωρίς νερό και μόνο με μερικά κρεμμύδια και τεύτλα για τροφή. Έτσι τα 1.800 μέλη της Κοινότητας μετά από μαρτυρικό ταξίδι εννέα ημερών, έφτασαν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπιρκενάου. 1.600 άτομα από αυτούς στάλθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια, ενώ μόνο διακόσιοι επιλέχθηκαν για εργασία. Ελάχιστοι τελικά επέζησαν μέχρι το τέλος του πολέμου.
https://www.jewishmuseum.gr/istoriki-anadromi-polemos-katochi-olokaytoma/